στροφάς

στροφάς
στροφ-άς, άδος, , , ([etym.] στρέφω)
A turning round, revolving, circling, of the constellations, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's circling paths, S.Tr.131 (lyr.), cf. D.P.594; στροφάδεσσιν ἀέλλαις whirl-winds, Orph.A.677; of cranes on their return, Arat.1032; of fish,

στροφάδες παρὰ πέτρην Numen.

ap. Ath.7.319b; of worms, Hsch.
II Στροφάδες (sc. νῆσοι), αἱ, the Drifting Isles, a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, Apollod.1.9.21, Str. 8.4.2, St.Byz.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στροφάς — turning round masc/fem nom sg στροφά̱ς , στροφή turning fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. (ιδίως για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» κυκλική τροχιά τού αστερισμού τής Άρκτου, Σοφ.) 2. χαρακτηρισμός ψαριών που στρέφονται γύρω από κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στροφάδες… …   Dictionary of Greek

  • στρόφας — στρόφᾱς , στροφάω turn hither and thither imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδας — στροφάς turning round masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδες — στροφάς turning round masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδεσσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδων — στροφάς turning round masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • обо˫ачьскы — (1*) нар. Двояко, двояким образом: [злочестивый царь] обо˫ачьскы творѧше. и мужьственое любоч(с)тье. иже въ словесѣхъ обратѣ испытань˫а [ἐν τοῖς λόγοις στροφὰς καὶ πλοκος] на нравъ добръ преведъ. (ἀμφίβολον) ГБ XIV, 190а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”